κλαυτός — ή, ό επίρρ. ά αξιοθρήνητος, κλαμένος: Έφυγε κλαυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόκλαυτος — μονόκλαυτος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας 2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλαυτός (< κλαίω),… … Dictionary of Greek
πολύκλαυστος — και πολύκλαυτος, η, ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, ον, ΝΜΑ 1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος αρχ. 1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.) 2. φρ. α) «πολύκλαυστα… … Dictionary of Greek
φιλόκλαυτος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να κλαίει, που κλαίει συχνά, κλαψιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κλαυτός < κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυτος] … Dictionary of Greek
κλαυστός — ή, ό (Α κλαυστός, ή, όν) βλ. κλαυτός … Dictionary of Greek
νυμφόκλαυτος — νυμφόκλαυτος, ον (Α) φρ. «νυμφόκλαυτος Ἐρινύς» νύφη που θρηνεί με σκοπό να εκδικηθεί (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κλαίω (πρβλ. φιλό κλαυτος)] … Dictionary of Greek
ԼԱԼԱԳԻՆ — ( ) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c ա. κλαυτός flebilis δακρώδης lacrymosus. Ու իցէ լալ սաստիկ. արտասուագին. ողբագին. *Լալագին պաղատանօք աղաչեաց. ՃՃ. *Ի լուսանալ լալագին առաւոտին. Լաստ. ՟Ժ՟Զ: մ. մ. Ուժգին լալով,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
klau- — klau English meaning: to weep Deutsche Übersetzung: “weinen” Note: only Gk. and Alb. Material: Gk. κλαίω (Ion.), κλάω (Att.) “cry, weep” (*κλαF ι̯ω : κλαύσομαι, ἔκλαυσα, κλαυτός and κλαυστός): Alb. klanj, kanj “cry, weep”… … Proto-Indo-European etymological dictionary